- σπουδαζούσας
- σπουδαζούσᾱς , σπουδάζωto be busypres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)σπουδαζούσᾱς , σπουδάζωto be busypres part act fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αναξαγόρας — I (Κλαζομενές 499/8 Λάμψακος 428/7 π.Χ.). Φιλόσοφος. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Αθήνα, όπου και συνδέθηκε με στενή προσωπική και πνευματική φιλία με τον Περικλή. O δεσμός αυτός, όμως, και η μεγάλη επίδραση του φιλοσόφου στην… … Dictionary of Greek
ΕΦΕΕ — (Εθνική Φοιτητική Ένωση Ελλάδας). Συνδικαλιστικό όργανο των φοιτητών όλων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ), το οποίο εκφράζει όλο το φοιτητικό κίνημα της χώρας μας. Ιδρύθηκε το 1975, έχει έδρα την Αθήνα και συμμετέχουν σε αυτό ως… … Dictionary of Greek